παντεί

παντεί
Α
βλ. παντή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάντη — πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ νεοελλ. ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”